Συναξαριστής |
15 Δεκεμβρίου όνομα: ΡΕΒΕΚΚΑ (*) (Ρεβέκκα, Μπέκυ) |
ΑΓΙΑ ΡΕΒΕΚΚΑ Κόρη του Βαθουήλ (Βεθουήλ, Γένεση 22:23). Το όνομα της μητέρας της δεν αναφέρεται. Παππούς της ήταν ο Ναχώρ και γιαγιά της η Μελχά. Ήταν αδερφή του Λάβαν, γυναίκα του Ισαάκ (Γένεση 25:20) και μητέρα του Ιακώβ και του Ησαύ. Αναφέρεται για πρώτη φορά στη γενεαλογία του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ (Γένεση 22:20-24). Η Ρεβέκκα βρισκόταν στη Χαρράν, ''την πόλη του Ναχώρ'' (Γένεση κεφ. 24), όταν ο Αβραάμ έστειλε το δούλο του Ελιέζερ να βρει νύφη για τον Ισαάκ. Η Ρεβέκκα αφού άκουσε τον Ελιέζερ αποφάσισε να παντρευτεί τον Ισαάκ. Ήταν όμορφη και ελκυστική. Αργότερα παρουσιάζεται φιλόδοξη και άπληστη, ο Ισαάκ όμως την αγαπούσε πολύ (Γένεση 24:67). Η Ρεβέκκα ήταν στείρα επί 20 χρόνια και απέκτησε παιδιά μόνο όταν ο Ισαάκ δεήθηκε στο Θεό. Ο Θεός της έδωσε δυο παιδιά τον Ησαύ και τον Ιακώβ (Γένεση 25:19-26, Ρωμαίους 9:10-12). Παρόλο που ήταν δίδυμοι, ο Ησαύ αναγνωρίστηκε ως ο πρωτότοκος. Η Ρεβέκκα αγαπούσε περισσότερο τον Ιακώβ γι αυτό και σχεδίασε την παραπλάνηση του τυφλού τότε Ισαάκ ώστε αυτός σαν πατέρας να ευλογήσει τον Ιακώβ. Λίγο αργότερα έστειλε τον Ιακώβ στο σπίτι του Βαθουήλ για να αποφύγει την οργή του Ησαύ. Η Ρεβέκκα από τότε δεν τον ξαναείδε. Μετά από 20 χρόνια ο Ιακώβ επέστρεψε στη Χαναάν, όπου βρήκε τη μητέρα του νεκρή στον οικογενειακό τάφο, που ήταν μέσα σε σπηλιά στον αγρό Μαχπελάχ (Γένεσις 49:31). Η ΡΕΒΕΚΚΑ ΚΑΙ Ο ΙΑΚΩΒ ΞΕΓΕΛΟΥΝ ΤΟΝ ΙΣΑΑΚ Όταν ο Ισαάκ γέρασε, τα μάτια του αδυνάτισαν και δεν μπορούσε να βλέπει καθαρά. Φώναξε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: ''Παιδί μου''. ''Εδώ είμαι'', αποκρίθηκε ο Ησαύ. ''Ακου τώρα'', είπε ο Ισαάκ. ''Είμαι γέρος και δεν ξέρω την ημέρα του θανάτου μου. Πάρε τα όπλα σου και πήγαινε για κυνήγι. Αμα χτυπήσεις κάτι, φτιάξε μου καλό φαί και φέρε μου να φάω. Έτσι η ψυχή μου θα σ' ευλογήσει πριν πεθάνω''. Η Ρεβέκκα, που ήταν εκεί κοντά, άκουσε τι είπε ο Ισαάκ στο γιο της. Ο Ησαύ ξεκίνησε αμέσως να πάει για κυνήγι, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του. Η Ρεβέκκα τότε έπιασε τον αγαπημένο της Ιακώβ και του είπε: ''Ακουσα τον πατέρα σου να λέει στον Ησαύ, τον αδερφό σου: φέρε μου κυνήγι, φτιάξε μου ένα όμορφο φαγητό και εγώ θα σ' ευλογήσω μπροστά στον Κύριο, πριν κλείσω για πάντα τα μάτια μου. Λοιπόν, παιδί μου, άκου τι θα σου πω και κάνε ό,τι θα σε προστάξω. Πήγαινε στο κοπάδι και πάρε δυο κατσικάκια τρυφερά και καλό καμωμένα, για να ετοιμάσω απ' αυτά στον πατέρα σου φαγητό σύμφωνα με το γούστο του. Και θα το πας εσύ στον πατέρα σου να το φάει και θα σ' ευλογήσει πριν πεθάνει''. Της αποκρίνεται ο Ιακώβ:''Μα, μητέρα, ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ το δικό μου δέρμα είναι λείο. Μπορεί λοιπόν ο πατέρας μου να με ψηλαφήσει, οπότε θα καταλάβει την απάτη. Τότε, αντί να μ' ευλογήσει, θα με καταραστεί''. Αλλά η μητέρα του του αποκρίθηκε: ''Πάνω σε μένα ας είναι η κατάρα, παιδί μου. Μόνο, άκουσε με, φέρε τα κατσικάκια και γω θα ετοιμάσω φαγητό''. Έτσι ο Ιακώβ πήγε και τα 'φερε στη μητέρα του και κείνη ετοίμασε ένα νόστιμο φαγητό, όπως άρεσε στον πατέρα του. Κατόπι η Ρεβέκκα πήρε το καλό ρούχο του Ησαύ, που βρισκόταν φυλαγμένο στο σπίτι, και το φόρεσε στον Ιακώβ, το μικρότερο γιο της. Επίσης τύλιξε κομμάτια από την προβιά των κατσικιών στα χέρια και στο λαιμό του Ιακώβ. Ύστερα του παράδωσε το φαγητό και το ψωμί και τον έμπασε στον πατέρα του. ''Πατέρα'', είπε με χαμηλή φωνή ο Ιακώβ, μπαίνοντας. ''Εδώ είμαι'', αποκρίθηκε ο Ισαάκ. ''Ποιος είσαι, παιδί μου;'' ''Είμαι ο Ησαύ ο πρωτότοκος'', είπε τότε ο Ιακώβ στον πατέρα του. ''Έκανα όπως μου είπες. Σήκω να φας από το κυνήγι μου και ύστερα να μ' ευλογήσεις''. Αλλά ο Ισαάκ παρατήρησε στο γιο του: ''Και πώς, παιδί μου, πέτυχες τόσο γρήγορα το κυνήγι;'' ''Ο θεός μου το 'φερε μπροστά μου'', αποκρίθηκε ο Ιακώβ. Αλλά ο Ισαάκ είπε ακόμα: ''Έλα κοντά μου, σε παρακαλώ, να σε αγγίξω και να καταλάβω έτσι ότι είσαι ο γιος μου ο Ησαύ''. Ο Ιακώβ σίμωσε στον πατέρα του και ο Ισαάκ τον άγγιξε και είπε: ''Η φωνή είναι φωνή του Ιακώβ, αλλά τα χέρια είναι χέρια του Ησαύ''. Δεν τον αναγνώρισε λοιπόν, γιατί τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν τα χέρια του αδερφού του Ησαύ. Έτσι τον ευλόγησε. Αλλά άλλη μια φορά του είπε: ''Είσαι αλήθεια ο γιος μου ο Ησαύ;'' ''Ναι, είμαι'', αποκρίθηκε ο Ιακώβ. Τότε ο Ισαάκ τον πρόσταξε να του φέρει κοντά το φαγητό, που το θαρρούσε κυνήγι του Ησαύ. Ο Ιακώβ συμμορφώθηκε με την προσταγή του και ο γέρος πατέρας του άρχισε να τρώει με πολλή όρεξη. Του 'φερε και κρασί και ήπιε. Ύστερα ο Ισαάκ είπε: ''Τώρα, έλα εδώ, παιδί μου και φίλησε με''. Ο Ιακώβ πήγε κοντά του και ο πατέρας του τον φίλησε. Ο Ισαάκ οσφράνθηκε το ρούχο του και τον ευλόγησε, λέγοντας: ''Να, η ευωδιά του γιου μου, σαν ευωδιά είναι χωραφιού, που ο Κύριος το ευλόγησε! Ας σον δώσει ο θεός απ' τη δροσιά τ' ουρανού κι απ' τη φύτρα της γης και πλήθος στάρι και κρασί. Κι ας σε δουλεύουν έθνη κι ας σε προσκυνούν άρχοντες. Και να 'σαι αφέντης του αδερφού σου και θα σε προσκυνήσουν οι γιοι του πατέρα σου. Όποιος σε καταριέται, καταραμένος να 'ναι κι ευλογημένος όποιος σ' ευλογεί!'' Μόλις ο Ισαάκ τελείωσε την ευλογία του Ιακώβ και βγήκε ο Ιακώβ από τον πατέρα του, να σου ο Ησαύ, που γύρισε από το κυνήγι του. Έφτιαξε και αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το 'φερε του πατέρα του. ''Πατέρα μου'', είπε, ''σήκω να φας από το κυνήγι του γιου σου και να με ευλογήσεις''. Εκείνος τον ρώτησε: ''Ποιος είσαι;'' ''Είμαι ο γιος σου ο πρωτότοκος, ο Ησαύ''. Ο Ισαάκ έμεινε με ανοικτό στόμα, από την έκπληξη. ''Και ποιος λοιπόν ήταν εκείνος'', είπε, ''που μου ετοίμασε κυνήγι και μου 'φερε να φάω και έτσι πήρε την ευλογία μου πριν από σένα;'' |
τέλος παράθεσης |