Συναξαριστής |
11 Σεπτεμβρίου όνομα: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ (Ευφρόσυνος, Φρόσυνος) |
ΑΓΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΜΑΓΕΙΡΑΣ
Ο Άγιος Ευφρόσυνος, του οποίου ο βίος αναφέρεται στον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη, καθ’ όλην τη ζωή του υπήρξε μάγειρας. Είναι άγνωστο το σε ποια χρονική περίοδο έζησε, όμως ο Άγιος Ευφρόσυνος θεωρείται ο προστάτης των μαγείρων. Στη Νέδουσα Μεσσηνίας βρίσκεται Ιερός Ναός, προς τιμήν του Αγίου. Όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Ευφρόσυνος υπήρξε αγράμματος, καθόσον ανατράφηκε από γονείς χωρικούς. Μεγαλώνοντας, τον ήλκυσε ο μοναχικός βίος, κι έτσι, εγκαταλείποντας την οικία του, ανεχώρησε προς ένα κοινόβιο, όπου και εκάρη μοναχός. Εκεί φαίνεται ότι περιεπαίζετο από άλλους μοναχούς, καθώς καταγινόταν με τα του μαγειρείου, χωρίς μάλιστα να τα καταφέρνει ιδιαίτερα. Σ΄εκείνο το κοινόβιο ζούσε κι ένας ευλαβής ιερέας, ο οποίος στην προσευχή του ζήτησε από τον Θεό να του δείξει τα αγαθά που ετοιμάστηκαν για εκείνους που Τον αγαπούν. Μια νύχτα, λοιπόν, αφού παραδόθηκε σε ύπνο, βρέθηκε σε όμορφο τόπο. Επρόκειτο για ένα ολόδροσο περιβόλι. Ο ιερέας έμεινε να θαυμάζει τα ποικίλα δέντρα, τα εύοσμα λουλούδια και τα γάργαρα νερά. Κι ενώ σκεφτόταν τίνος, άραγε, να είναι τούτο το ωραίο περιβόλι, είδε με έκπληξη τον μάγειρα της μονής, τον Ευφρόσυνο, να χαίρεται σ’ εκείνο το μέρος την υπερκόσμια ομορφιά. Ο ιερέας τότε τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Έυφρόσυνε, πώς βρέθηκες εδώ, Τίνος είναι αυτός ο κήπος;». «Αυτός ο κήπος», απάντησε ο μάγειρας, «είναι για όσους αγαπούν τον Θεό». «Κι εσύ τι κάνεις εδώ;», ξαναρώτησε ο ιερέας. «Με τη χάρη του Θεού εδώ μένω, πάτερ, και είμαι ο φύλακας του κήπου.”, απάντησε ο Ευφρόσυνος. “Τότε δώσε μου κάτι απ’ όλα αυτά τα αγαθά», αντιπρότεινε ο ιερέας. «Πάρε ό,τι θέλεις», απάντησε εκ νέου ο Ευφρόσυνος. Ο ιερέας είπε: «Θα ήθελα τούτα τα μήλα», δείχνοντάς του ένα κλαδί με τρία μεγάλα μήλα. Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε και του τα έδωσε. Όμως εκείνη την ώρα ακούστηκε να κτυπά το σήμαντρο για την ακολουθία του Όρθρου, κι ο ιερέας επανήλθε εκ του ονείρου. Εγερθείς, κι ενώ ακόμα σκεφτόταν τα όσα είχαν γίνει, εντελώς απρόσμενα είδε τα τρία μήλα που του είχε δώσει ο Ευφρόσυνος, ακουμπησμένα στο πανοφώρι του. Αφού πρώτα ευχαρίστησε τον Θεό, ο ιερέας κίνησε για τον ναό της μονής. Εκεί βρήκε τον μάγειρα να στέκεται στο στασίδι του, τον οποίον αμέσως κάλεσε παράμερα, για να τον ρωτήσει πού βρισκόταν όλη τη νύχτα. Ο Ευφρόσυνος είπε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, μα πουθενά δεν πήγα όλη τη νύχτα». Ο ιερέας, όμως, επέμεινε, λέγοντάς του πως δεν έπρεπε ν’ αποκρύπτει την αλήθεια του Θεού. Τότε ο Ευφρόσυνος του απάντησε ως εξής: «Πάτερ, ήμουν εκεί που βρίσκονται τα αγαθά που μέλλουν να κληρονομήσουν οι αγαπώντες τον Θεό, τα οποία κι εσύ, προ πολλών χρόνων, ζήτησες να δεις. Βρισκόμουν εκεί που είδες κι εμένα, απολαμβάνοντα τα αγαθά του περιβολιού. Διότι θέλοντας ο Kύριος να πληροφορήσει την αγιοσύνη σου περί των ζητουμένων αγαθών των δικαίων, έπραξε δια εμού του ταπεινού τούτο το θαυμαστό». «Και τι μου έδωσες;» ρώτησε ο ιερέας, επιθυμώντας να σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο. «Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία εσύ έβαλες στο κρεβάτι σου. Όμως συγχώρα με, πάτερ, διότι εγώ είμαι ένας σκώληξ και όχι άνθρωπος». Ο ιερέας ύστερα απ’ αυτά τα λόγια έβαλε μετάνοια, τον ασπάστηκε και πήγε στη θέση του. Μετά, δε, την απόλυση της ακολουθίας πήγε κι έφερε τα μήλα, και κάλεσε όλους τους μοναχούς, προκειμένου να τους διηγηθεί την εμπειρία του. Όλοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Αλλά ο Ευφρόσυνος, θέλοντας ν΄ αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων, διέφυγε από παραπλήσια πόρτα, την ώρα που οι μοναχοί πρόσεχαν τη διήγηση, απομακρύνθηκε από το μοναστήρι, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια. Λέγεται ότι όσοι ήταν άρρωστοι, έφαγαν από κείνα τα μήλα και θεραπεύτηκαν. |
τέλος παράθεσης |