Συναξαριστής |
29 Σεπτεμβρίου όνομα: ΚΥΡΙΑΚΟΣ (Κυριάκος) |
Ο ΟΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ, ο Αναχωρητής Ηταν άνθρωπος που καλλιεργούσε "υπομονήν, πραότητα". Γι' αυτό και πέτυχε στην ασκητική του ζωή. Γεννήθηκε στην Κόρινθο τον 5ο αιώνα, από Ιερέα πατέρα, τον Ιωάννη. Τη μητέρα του έλεγαν Ευδοξία και είχε αδελφό τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου, Πέτρο. Από ιερατικό γένος ο Κυριάκος, σε νεαρή ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και από 'κει στη Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Εκεί, ο Μέγας Ευθύμιος, τον έκανε μοναχό και τον έστειλε στον ασκητή Γεράσιμο. Οταν πέθανε ο Γεράσιμος, ο Κυριάκος επέστρεψε στη Λαύρα του Ευθυμίου, όπου με ζήλο καλλιεργούσε τις αρετές του, ώσπου κάποια στάση που έγινε στη Λαύρα του Ευθυμίου τον ανάγκασε να πάει στη Λαύρα του Σουκά. Εκεί, 40 χρονών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε την επιστασία του Σκευοφυλακίου. Εκείνο που τον διέκρινε απέναντι στους συμμοναστές του, ήταν ο γαλήνιος τρόπος με τον όποιο τους αντιμετώπιζε, γι' αυτό και ήταν παράδειγμα προς μίμηση από όλους. Εβδομήντα χρονών ο Κυριάκος, έφυγε από 'κει και με υπομονή γύρισε πολλά μοναστήρια και σκήτες, όπου έζησε με αυστηρότατη άσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονών και σε όλους έμεινε η ενθύμηση του ασκητή, που έδειχνε "πραότητα προς πάντας ανθρώπους". Πραότητα, δηλαδή, σ' όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους. Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Χριστώ ήκολούθησας, καταλιπών τα της γης, και βίον ισάγγελον, έπολιτεύσω σαφώς, ως άσαρκος Όσιε· συ γαρ εν ταις έρήμοις, προσχωρών θείω πόθω, σκίλλη πίκρα την πάλαι, πικράν γεύσιν άπώσω. Δίο Κυριακέ θεοφόρε, άξίως δεδόξασαι. |
τέλος παράθεσης |